- συρφετόν
- συρφετόςanything draggedmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FOENUM — beum pabulum, Iob. c. 40. v. 1. ubi de Behemoth, sen hippopotamo, ut Bocharto visum, dicitur; Foenum quasi bos comedet, ut Hebraea Hieronym. vertit. Unde est, quod apud Sirachidem arator invigilat ἐις χορτάσματα δαμάλεων, Eccl. c. 38. v. 28. Et… … Hofmann J. Lexicon universale
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
συσσύρω — Α [σύρω] 1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.) 2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ) … Dictionary of Greek